τιμωρητέος

τιμωρητέος
[тиморитэос] εκ. наказуемый, караемый.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "τιμωρητέος" в других словарях:

  • τιμωρητέος — τῑμωρητέος , τιμωρητέος masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμωρητέον — τῑμωρητέον , τιμωρητέος masc/fem acc sg τῑμωρητέον , τιμωρητέος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τέος — α, ο / τέος, α, ον, ΝΜΑ καταλήξεις ρηματικών επιθέτων με τις οποίες δηλώνεται ότι πρέπει ή οφείλει να γίνει το σημαινόμενο τού ρήματος. Το επίθημα σε τέος, αβέβαιης ετυμολ., φαίνεται ότι αρχικά δεν είχε καμία σχέση με την κατάληξη τός. Μια… …   Dictionary of Greek

  • τιμωρητέα — τῑμωρητέα , τιμωρητέος neut nom/voc/acc pl τιμωρητής murderer masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμωρητέοι — τῑμωρητέοι , τιμωρητέος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»